- προσαμμώνω
- [-ώ (ο)] μετ. наносить песок (куда-л.), образовывать песчаные наносы (где-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαμμώνω — Ν καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άμμος + κατάλ. ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου] … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσάμμωση — η, Ν συσσώρευση άμμου στον βυθό και στις όχθες ποταμών και λιμνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαμμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek